τελειωτική

τελειωτική
τελειωτικός
perfective
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τελειωτικῇ — τελειωτικός perfective fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλυπτική — Σήμερα ονομάζεται γενικά γ., η τέχνη της δημιουργίας ανάγλυφων και oλόγλυφων μορφών. Ο όρος όμως περικλείει δύο ουσιαστικά αντίθετες έννοιες· την καθαυτό γ., εκείνη που, όπως έλεγε ο Μιχαήλ Άγγελος, «προχωρεί με αφαιρέσεις του περιττού υλικού… …   Dictionary of Greek

  • τελειωτικός — ή, ό / τελειωτικός, ή, όν, ΝΜΑ, και τελειωτικός, ή, όν, Α [τελειῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ανέκκλητος, οριστικός («τελειωτική απάντηση») 2. αυτός που φέρνει το τέλος («τελειωτικό χτύπημα») μσν. αρχ. αυτός που οδηγεί στην τελείωση («σοφία τελειωτική»,… …   Dictionary of Greek

  • μοντάζ — Στην κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει τη φάση της επεξεργασίας μιας ταινίας κατά την οποία επιλέγονται και συνδέονται οι εικόνες που γυρίστηκαν κατά τη λήψη. Στη διάρκεια του μ. καθορίζεται ακόμα η τελειωτική σχέση μεταξύ της εικόνας και του ήχου …   Dictionary of Greek

  • ολογένεση — (Βιολ.). θεωρία που επεξηγεί την εξέλιξη και διατυπώθηκε από τον Ιταλό βιολόγο Ντ. Ρόζα. Κατά τον Ρόζα, το εξελικτικό μέλλον ενός είδους βρίσκεται «εν δυνάμει» μέσα στο ιδιόπλασμά του. Η λέξη ιδιόπλασμα αντιστοιχεί εδώ με τον σύγχρονο όρο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • εφήμερο — (ephemera). Γένος εντόμων της υπέρταξης των εφημεροπτέρων. Το ώριμο άτομο έχει σώμα λείο, δύο κοντές κεραίες στο κεφάλι, σύνθετους οφθαλμούς, τρία οφθαλμίδια, ενώ διαθέτει ατροφικά στοματικά εξαρτήματα μασητικού τύπου χωρίς λειτουργία. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Μυριβήλης, Στράτης — (Σκαμνιά Λέσβου 1892 – Αθήνα 1969). Πεζογράφος και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλολογία, αλλά πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Στα νεανικά του χρόνια ήταν θερμός θιασώτης του δημοτικισμού και των δημοκρατικών ιδεών· το 1930 έγινε… …   Dictionary of Greek

  • παρανάλωμα — το, ατος άδικη ή τελειωτική καταστροφή, μόνο στη φράση: Παρανάλωμα του πυρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελειωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. τελικός, ολοκληρωτικός: Του έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. 2. οριστικός, αμετάκλητος: Τελειωτική απόφαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”